Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

Μια ιστορία αγάπης- Γιώργος Σαρρής




Ζούσε τη ζωή του σ' ένα τετράδιο. Άνοιγε το πρωί, έμπαινε και χανόταν στις λευκές σελίδες, μανιακός του κατάλευκου όπως ήταν. Έτρεχε σε ακρογιάλια φανταστικά, περνούσε ωκεανούς πετώντας, άραζε σε άγνωστα ερημικά νησιά, συζητούσε με παράξενες φυλές και χόρευε μαζί τους χορούς χαμένους μες το χρόνο. Sκαρφάλωνε σε κορυφές βουνών που γρατζουνούσαν το κρυστάλλινο γαλάζιο κουβαλώντας στην πλάτη του τη νύχτα, και καμιά φορά κοιμόταν με άγνωστες γυναίκες που τον φιλοξενούσαν στις σκηνές τους ή τα πέτρινα σπίτια δίπλα στη θάλασσα για να ταξιδεύει ο έρωτας με τον άνεμο. Υστερα χάθηκε. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Είπαν πως τρελλάθηκε ή πως έγινε λευκός δράκος που ντύθηκε σκέψεις ανέμους και μπαμπακένια σύννεφα ή πως ερωτεύτηκε μια νύχτα μια νεράιδα και πήρε τη μορφή ξωτικού από σκούρο μπλε μέταλλο και πάνω του το κύμα πηχτό αφρισμένο γάλα έγραφε στίχους ποιητών. Ποιος ξέρει...
Κι όταν 'άνοιξαν το τετράδιο στην τελευταία σελίδα, είδαν ζωγραφισμένα λευκά φτερά, τόσο λευκά που δε φαινόντουσαν, ένα ανοιχτό παράθυρο, κι απ'έξω το ζαφειρένιο άπειρο του κόσμου.
γ.σ.


Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Αυτό το λίγο έστω για λίγο- γιώργος σαρρής




Έπεσε ο νούς στή θάλασσα, κι ήτανε λες κι η νύχτα 
έβγαλε το σκούρο φόρεμά της 
και φόρεσε κατάσαρκα από πάνω της τη μέρα, 
και το μόνο που έβλεπες ν' αστράφτει ήταν
 το ασήμι που χυνόταν ποτάμι στο νερό,
 κι αναπηδούσαν σα φλουριά τα λαμπυρίσματα,
 όπως μυριάδες ασημένια μόρια του τίποτα,
 που δεν έχουνε σκοπό να σχηματίσουν καμμιά κύρια ουσία
, παρά μόνο μια βροχή από λαμπερές εντυπώσεις, 
που όπως πηδούσαν τόσες δα μικρές στο νερό, 
αν προλάβαινες έβλεπες μικρές
 νερένιες χρωματιστές πεταλούδες 
που ζούσαν μόνο λίγα δέκατα του δευτερολέπτου, 
κι όποιος μπορούσε έστω για λίγο αυτό το λίγο να κρατήσει, 
μια βροχερή εικόνα στο μυαλό, 
καταλάβαινε γιατί είναι τόσο βιαστικός ο έρωτας στο πέρασμά του
 ή γιατί είναι τόσο απέραντη αυτή η μικρή κι ασήμαντη ζωή μας.
γιώργος.σαρρής

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Αντίο Μίκη όλων μας



Αντίο Μίκη όλων μας!
Αντίο βράχε
της Μουσικής 
που όλοι ακουμπήσαμε και νοιώσαμε
Αντίο Άνεμε που σάρωσες
όλες τις πόλεις που πέρασες ανάμεσα τους
Αντίο παθιασμένε αητέ
που δεν μπόρεσες ποτέ να πετάξεις χαμηλότερα.
Ασταμάτητε ονειροπόλε, ατέλειωτη δίψα Αντίο!
Μακρινό χαμένο βλέμμα που πέταξες πέρα
και χάθηκες σ' αυτά που ονειρεύτηκες
Αντίο συντροφε και συντροφιά του '70, δύσκολα χρόνια μες τα σκοτεινά δωμάτια
με τα τραγούδια σιγανά μη μας ακούσουν οι φρουροί.
Αντίο σπορά του ήλιου, σπόρε του αύριο,
Αγέρωχε με το κεφάλι ψηλά τις μέρες του αγώνα,
Κήπε, δρόμε, Θάλασσα του ατέρμονου στοχασμού!
Μίκη των φτωχών, Μίκη των δρόμων!
Αντίο Άνθρωπε μεγάλε και Άνθρωπε μικρέ
με τα χίλια λάθη και πάθη
και τα ενα εκατομύριο θαύματα που χάρισες σε όλους.
Τεράστια αγκαλιά που όλους μας χώρεσες
Αντίο Αξέχαστε Αληθινέ Ατέλειωτε Μίκη!
Αθάνατος! Αθάνατος! Αθάνατος!
Αντίο!

γ.σ.

Του απείρου -γιώργος σαρρής



Στέκομαι απέναντι σου
Σκοτεινό γαλάζιο του άπειρου
ντυμένο με όλα τα άστρα και τις Νεφέλες σου
Αντικριστά στους γαλαξίες της νοσταλγίας αυτού που δεν θα ρθει
Καταθέτω την δειλινη μου θλίψη σαν χαρά
με φόρεμα λευκό μικρό κορίτσι,
ευωδιαστό κελάιδισμα
φρεσκοανθισμένο δέρμα
αλλόκοτο ανατρίχιασμα μπροστά στην ομορφιά
 με ματιά στη Γαλήνη,

Ξυπνάω τα μυστικά μου χρώματα.
Αηδόνι επικίνδυνο
σε ίσκιους φανταστικούς
Το άγνωστο πετράδι σου αφουγκράζομαι.
Ακούω τη μουσική του!
Πού είναι η αγάπη, πού είναι οι άλλοι;
Πού είναι το τίποτα πού είναι τα πάντα;
Αγάλματα παράφορα αγκαλιάζω.
Τι περιμένω, τι ονειρεύομαι;
Τι αστραπή κρατάω στα χέρια;
Τι λάμψη αμείλικτη και οίστρο,
φωσφορικούς βυθούς σκαλίζοντας
με ένα ραβδί εβενου
μ' ένα λιγοστεμα θανάτου.
Μια νύχτα καλοκαιρινή
σκούρο βελούδο αστροπεριχυτο,
μαυλιστικη γητεια που ανασαίνει
Μια αλήθεια τόσο κοντινή
μα τόσο απροσδόκητα κρυμμένη

Στα δάχτυλα με παίζει
και μ' ανατρέπει

γσ


Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Σεπτέμβρης- γιώργος σαρρής



Mατώνει που και που καμιά λεξούλα
κι ακούς το θόρυβο
μικρή βουή από το
ρυάκι της που ρέει

Βρέχει στο νού μου μια βροχή
από φύλλα φθινοπώρου
Πολύχρωμα δρομάκια
σ'ένα χωριό στο Πήλιο Σεπτέμβρη

Και βλέπω εκεί τον εαυτό μου
πριν χρόνια καθισμένο σε μια πέτρα
ή στο μικρό τραπέζι
σ' εκείνο το στενό μπαλκόνι της Θυμέλης

με ένα τετράδιο και μια λάμπα πετρελαίου,
να πλένει η Σοφούλα το σταφύλι 
στο κρύο νερό

κι εγώ να στέλνω πέρα μάτια, σκέψεις
πάνω απ' τα δέντρα 
να κυλήσουν στο Αιγαίο

Και νάναι τέτοια η ησυχία κι η γαλήνη
που όταν ράγιζε η καρδιά
ακούγονταν το κρακ της.

γσ

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Αθάνατο - Γιώργος Σαρρής

 

ΑΘΑΝΑΤΟ

Αθάνατο το χιόνι που λιώνει

και χάνεται στην πρώτη ζεστή ακτίνα

Αθάνατο το που βλασταίνει και μαραίνεται

στην παγωνιά του Μάρτη

Αθάνατο ό,τι ορμάει στο γκρεμό χωρίς να νοιάζεται

Η στάλα που δεν έφερε βροχή και μένει ολομόναχη

Ο κισσός που αναρριχάται

χωρίς να βρίσκει τέρμα κι ουρανό

γιατι τέρμα κι ουρανός δεν υπάρχει

Το ξερόκλαδο που πλέει

στο μεγάλο ωκεανό και τραγουδάει

Το μικρό ρυάκι που κυλάει και στεγνώνει

Χαράζοντας μονάχα μια ασήμαντη τυχαία γραμμή

Ο σχοινοβάτης που βαδίζει στο σύρμα

Με τα μάτια δεμένα κι ονειρεύεται

Η ξαφνική αστραπή που χαράζει τη νύχτα

και σημάδι κανένα

Αθάνατο το κύμα που σκάει

στην άμμο κι εξατμίζεται

Η ανώριμη μέλισσα που τριγυρίζει

τη λάθος γύρη

απαλά χορεύοντας στον άνεμο.

Αθάνατοι οι μόνοι οι ανίσκιωτοι,

μικρά νησιά ριγμένα στη μέση του πελάγους

μόνο και μόνο για να είναι,

τα μικρά καρφάκια που στερεώνουν

ωραία την γαλανή αυταπάτη

Αθάνατη η φωνή μές στο δάσος

Που ραγίζει τη γαλήνη

 ο λυγμός που κανένας δεν άκουσε

κι ανέβηκε ως τα σύννεφα και χάθηκε

Αθάνατο το ένα και μοναδικό

Το μυστικό και μυστήριο

που καθρέφτης κανείς δεν μπορεί να ορίσει

Ο γραίγος ο vento grecale

που σαρώνει τον άγριο βράχο και κάνει

το ολομόναχο πεύκο να γέρνει στη δύση

Αθάνατος ο που για πάντα αρπάχτηκε

απ’το γαλάζιο δίχτυ

Της ομορφιάς το άρμα κυνηγώντας

την καιόμενη βάτο.

Το πεφτάστρο που σβήνει και καίγεται

και χαρούμενο ουρλιάζει μονάχο

«υπήρξα κι ας μην ξέρω γιατί»!

Γ.Σ.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Σε διψάω -Γιώργος Σαρρής



Καμιά φορά γκρεμίζομαι,


σα νυχτολούλουδο που πέφτει


Μα είναι τα χέρια σου

απαλά


εκεί

και με μαζεύουν






Καμιά φορά κλείνω τα μάτια


να μη σε βλέπω


να μη μου λείπεις






Μα είσαι βιολί


κι εγώ δοξάρι


κι ο έρωτάς σου


ανυπόμονο τραγούδι






που νότα νότα


φιλί φιλί


γεμίζει το δωμάτιο






κι ένα ποτάμι μάγια


φυσάει και σβήνει ενα ένα τα κεριά


μέχρι που χάνονται γλυκά


οι αμφιβολίες


ο φόβος ο θυμός





Τίποτα πια δεν είναι  πριν


Τίποτα δεν ξαναγυρίζει






Όλα γεννιούνται απ' την αρχή


στα δάχτυλά σου στ' άσπρο σου χέρι


ανάμεσα στα πόδια σου


το στόμα μου στα χείλη σου


βαθύ


μελένιο άπειρο


του κόσμου






τρελή βροχή


που ψιθυριζει ανατριχίλα


μια κόκκινη στιγμή καλοκαιριού


που σου φωνάζει...






Σε διψάω...