Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Nίκος Καρουζος - 6 Ποιήματα




ΤΟ ΙΕΡΟ ΧΑΣΜΑ

Η γυναίκα βαθαίνει το κορμί
ποτέ την ψυχή με τους ήλιους της
αλλάζει την όραση σε σκοτεινό δρόμο
είναι δίχως τρόμο.
Παίρνω τη λύπη σαν κλουβί
πουλιά δεν έχω
γυρίζοντας απ’ τα μαλλιά της
βλέπω το κέρδος αδειασμένο
δροσερός από τρόμο.



ΦΩΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δόξα στην ερημιά που λάμπει στο στήθος μου
βαθύτερος ο λυτρωτής κ’ η ομορφιά στις ουράνιες εντάσεις
εκείνος έζησε ψηλά
εκείνος πάλι αστράφτει μέσ’ στις νύχτες
οπού ξεχνά τους γενετήσιους κρωγμούς
ανεβασμένος ώς την άκρατη σιγή και μονομάχος.
Τα χόρτα και τα έντομα ποτέ δε με παιδέψαν
η ώρα πάντα μ’ αγαπούσε μέσα στην ανατολή
γύρεψα τα πουλιά και μου αποκρίθηκαν.
Υπήκοος του ανέμου
έρχομαι να φωνάξω δυνατά με τη φωνή σαν όπλο
είναι μικρός ο ήλιος της γυναίκας.


ΑΣΜΑ

Ταξιδεύοντας μέσα στις ξένες βροχές
κηρύσσοντας την αγαπημένη
θάνατος άλλος δεν υπάρχει μόνον ό,τι διάβηκε
την ώρα που ο σκύμνος νείρεται σκοτεινά
την ώρα που ο σκύμνος βαθαίνει το μαύρο
με λίγες φωτιές να αιωρούνται στα μάτια μου
όπως ο ουρανός διάτρητος από έρωτα σπιθίζει.

ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΟΣ

Τι είναι ο έρωτας έζησα με τ’ άστρα
κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο
εγώ έπεφτα όπως ένας κάδος πέφτει σε πολλές σκάλες
χύνοντας το νερό τόσον άτυχο
εγώ έπεφτα
ενώ καίγονταν μέσα μου τα εικοσιτετράωρα.
Να η λαλιά της αγάπης στις σκόνες στα ποδήματα
έχω τη χάρη να γκρεμίζομαι απ’ τα σπλάχνα
και βλέπω, είναι με το μέρος μου ο ίλιγγος.


ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Διαβαίνω αγιάτρευτος μέσ’ στ’ όνειρό μου
σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής
έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος
η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.

Κ’ η μοίρα των άστρων
θα είναι τέφρα θα είναι μια μεγάλη πυρική
τώρα μαθαίνω το αίμα μου
δίχως τους δροσερούς υάκινθους
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους
έχοντας το σακούλι τ’ αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω
στις
πηγές.



Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΑΙΜΑ

Ποτάμια δάση και νερά που με καλούν
αιώνες λουλουδιών εκείθεν…
Ω σώμα, τη μνήμη δεν κρατώ
μάχομαι στην ανάμνησή μου.
Ο κόσμος οπού θα λησμονηθώ κορυδαλλός είναι μονάχα
και το κελάηδημα είμ’ εγώ
και το φτερούγισμα δεν επιμένει
μα τα πουλιά βαραίνουν απ’ άλλη καταγωγή
φεύγοντας τη δική σου τύχη, σώμα.

Ποτάμι αχθοφόρε της πηγής
όταν ο μελαχρινός αέρας τραγουδήσει
της νύχτας ο μικρός αυθέντης
κινώντας φύλλα και πουλιά στη σιωπή
δεν είμαι μόνος.

Κι όταν μια έρημη μάντρα κοιμήσει τα ερπετά
κι όταν αγγίζω το στήθος της ωραίας κόρης
ο δρόμος δένει πάλι τ’ όνειρό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου