Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Γιάννης Ρίτσος - Από τη Ρωμιοσύνη

II

Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο
      της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το
      μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει
      τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι
      του Aλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο
      απ' τον καημό της δύσης.

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα
      λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο
      η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του
      καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά
      σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρει το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει
      το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρό-
      φυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το
      αλάτι.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο
      δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κρι-
      θαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατα-
      κόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.
Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις
      πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και
      τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυ-
      ρώσει τις δαγκάνες του.

2 σχόλια:

  1. Αγαπητέ Γιώργο, καλησπέρα.

    Σε συγχαίρω για τις επιλογές σου, προσώπων και έργων τους. Τα δικά σου επίσης, πολύ δυνατά! Εύστοχη, αιχμηρή ή τρυφερή, η ποίηση είναι ένα στήριγμα για το λαό τις ζοφερές αυτές μέρες. Κι έχουμε έλλειψη από στηρίγματα ξέρεις...
    Σου σφίγγω νοερά το χέρι.

    Καλή δύναμη!

    ( ζητώ την άδειά σου για αναδημοσίευση! )

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε ευχαριστώ οικοδόμε.
    Δεν χρειαζεσαι άδεια, ειδικά εσύ.
    Καλή δύναμη και σε σένα

    ΑπάντησηΔιαγραφή