Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Τ.Πατρίκιος: Προσχέδια για τη Μακρόνησο, Βορεινή πύλη, Τα κοιτάσματα του χρόνου, Ίσως ένα ποτάμι


 Τα κοιτάσματα του χρόνου

VI
Ακόμα και αυτά που παρασιωπούμε
δε θα τα εγκαταλείψουμε
όσα και να περάσουν χρόνια,
τα πράγματα που δε χάθηκαν
ξαναζούνε μέσα μας
ανοίγουν καινούριους κύκλους μέρας
μπαίνει ανεξέλεγκτος ο ήλιος  
δε συμβιβάζεται με τους πεθαμένους
δε χαρίζεται στους ζωντανούς.

Πρέπει να βρούμε ξανά το γέλιο μας
να βρούμε την αποξεχασμένη πράξη μας
να βρούμε τις λέξεις που τις μνημονεύουν
να βρούμε τη φωνή μας
γιατί η αλήθεια θέλει την πράξη μας για να υπάρξει
θέλει τη λέξη μας για να μη σβηστεί
θέλει τη φωνή μας για ν' ακουστεί ως πέρα.

Ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του χρόνο
έχει το βάδισμα, έχει τη δική του στάση
φυλάει καθένας σ' ένα συρτάρι σιωπής
ένα απολίθωμα απ' το χρόνο του 
κάποιοι γεμίζουν ολόκληρες βιτρίνες
για μια γιορτή που καθυστερεί
μερικοί φτιάχνουν την προτομή τους
πιστεύοντας πως θα κρατήσει.
Καθένας μας κρατάει ένα σβόλο χρόνου
που τρίβεται συνεχώς, σκορπίζει σαν αμμόλιθος.
Ακουμπάω το χέρι μου στη γη
και νιώθω στα κατάβαθα
τ' ανεξάντλητα κοιτάσματα του χρόνου.



Βορεινή πύλη

'Ισως από την πρώτη μέρα να μην το 'ξερες
πως η θητεία τούτη δε θα τέλειωνε ποτέ.
Το δέχτηκες, όταν στα μαύρα χρόνια απάνω,
φάνηκε καθαρά πως άλλα, πιο μαύρα, θα σωριάζονταν.
Αυτό το ελάχιστο φλούδι της ζωής σου που συνεχώς μεταβαλόταν
ανάμεσα σ' εξωτερικές πιέσεις κι αντίδραση προσωπική,
είχε αποχτήσει πια κάποια συνείδηση, και διάλεγε.
'Ετσι κι αν άλλαζες τοποθεσίες, περιβολή και ιδιότητες,
κι αν γύρναγε ασταμάτητα ο τροχός προσώπων που βουλιάζαν
σε σκιές, σκιών που λευτερώνονταν σε πρόσωπα,
πάντα σε κάποια πύλη βορεινή ξαγρύπναγες σκοπός
ενάντια στο θάνατο με τ' όρθιο τρίχωμα που ορμούσε απ' έξω
στον άθλιο θάνατο που ξεπετιόταν από μέσα μας
στο θάνατο τον πιο πικρό που λούφαζε στις καρδιές κάποιων
συντρόφων,
εκεί και συ ένας φαντάρος όμοιος με τους άλλους. Μόνο
που αντί για κάνα ξεροκόμματο, άλεθες μες στα δόντια
σκόρπιους στίχους, μην τύχει και λίγο ξεχαστείς
μην τύχει μια στιγμή και σε νικήσει ο φόβος, η κούραση, ο ύπνος,
μέσα στις ανελέητες ώρες της νυχτερινής σου βάρδιας.


Προσχέδια για τη Μακρόνησο

ΙΙΙ
Πηχτά σκουλήκια των στρατιωτικών αποχωρητήριων
από τους βόθρους γιγάντια ποντίκια
όλη τη νύχτα σκάβουν την κουραμάνα τους γυλιούς
γλυστρούν πάνω στα πρόσωπα
το φαγωμένο πρόσωπο μιας γάτας.
Κουρνιάζει σαν κοράκι η μέρα στο βουνό
και πέφτει η νύχτα που οι φαντάροι αυνανίζονται
νύχτα με τα περίπολα τα κινητά ουραία.
Πίσω απ' τα αποχωρητήρια
δυο ασελγούσαν μες στο φεγγαρόφωτο
ο ένας είχε γυναίκα και παιδιά.
Κι ένας Σκαρβέλας
χώνοντας τη σάπια μούρη του στον ύπνο μου
να δει αν τραγουδάω.

ΙV
Κυλιόνταν στους λασπόδρομους οι μεθυσμένοι
ο γερο-αντάρτης τραγουδούσε μες σε λυγμούς και σάλια
"Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα"
ώσπου τον έπιασαν οι αλφαμίτες.
Ο Σοφιανός σερνόταν δίπλα μου
βρωμοκοπώντας ούζο φωνάζοντας στον άδειο θάλαμο
"Εγώ είμαι χαφιές έγινα χαφιές
για μια σαρανταοχτάωρη άδεια
διώξε με από κοντά σου, διώξε με".
Κ' εγώ τον κράταγα απ' το κούτελο
για να ξεράσει.

V
'Ετσι έμαθα πόσο βαρειά είναι η άμμος
πόσο σκληρή είναι η πέτρα που δε σπάει
πως ξερριζώνονται τα σκοίνα κ' οι αφάνες.
Η άμμος έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
η πέτρα για πάντα στην καρδιά μου
τ' αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου





'Ισως ένα ποτάμι
Μ' άρπαξε από τ' αμπέχωνο πάνω στα πυρωμένα βράχια.
"Τα ποτάμια στέρεψαν" μου φώναξε "στέρεψαν οι πηγές.
Ακόμα κ' οι αγέρηδες χάσανε το δρόμο".
Την άλλη μέρα μου ψιθύρισε στην αγγαρεία:
"'Ισως υπάρχει πάντα μες στα χέρια μας ένα ποτάμι".
Είταν η εποχή της πέτρας και της δίψας.
Πολλοί τρελλαίνονταν. Πολλοί προδίνανε τη μάνα τους
για μια γουλιά νερό. 'Οταν τον πήρανε
πρόφτασε να μου πει: "Οι αγέρηδες χάνουνε το δρόμο
όταν αφήνουμε το δρόμο μας να χορταριάζει,
ν' αποκοιμιέται στο πλευρό των χωραφιών".
'Επειτα ήρθαν κι άλλες νύχτες κυκλωμένες θάλασσα
οι ξιφολόγχες χώριζαν τον ύπνο μας στα τέσσερα, στα δέκα.
Αργότερα πολύ έμαθα πως αυτός, ο τόσο αδύνατος,
είχε κρατήσει ως το τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου