Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Γ.Φαρσακιδης:Μακρόνησος -"Προχειροστημένο, μεγάλο αντίσκηνο..."



Προχειροστημένο, μεγάλο αντίσκηνο. Κοντά πενήντα τα στραπατσαρισμένα κορμιά, στοιβαγμένα κατάχαμα. Χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ρούχα. Μέσα στ' αντίσκηνο, κι οι μουγκοί, κι οι τρελοί, κι οι μισοζώντανοι που δε θα συνέρθουν ποτέ.
Ποιος να 'ναι καλά άραγε; Ζέχνει στην κάψα του ήλιου τ' αντίσκηνο αίμα και κάτουρο, αντηχεί μουγκρητά, τραγούδι, βλαστήμιες. Γιομάτες μύγες και χώματα μπλαβίζουνε οι πληγές της λιωμένης της σάρκας.
Από το μισοσκόταδο της γωνιάς, σε καρφώνουν ένα ζευγάρι θολά, ανέκφραστα μάτια. Κάποιος χτυπιέται σε κρίση, άλλος κατάπιε πιρούνι: «Δεν κάνω δήλωση, κύριε χωροφύλακα, παρ' το χαμπάρι, δεν κάνω».
Πιο πέρα ένας, όλο και ξαναμετράει τα δάχτυλα του, πασχίζοντας κάτι να θυμηθεί. Οι συγκρατούμενοι με τα «σοκ» τινάζονται σε σπασμούς, ανοιγοκλείνουν τα μάτια, 
κουνάν τα κεφάλια τους σε τρέμουλο ασταμάτητο. 
Οι μουγκοί χειρονομούν απελπισμένα, ψάχνοντας να 'βρουν τρόπο να τους καταλάβεις.
 Οταν ξεπέσει κάνα τσιγάρο, φέρνει το γύρο. Τότε ησυχάζουνε όλοι, το φουμάρουν αμίλητοι,σοβαροί, με κατάνυξη. Για τις «φυσικές μας ανάγκες» τους πιο βαριά τους μεταφέρουν οι «υπηρεσίες» του ΕΣΑΙ. Οι υπόλοιποι, κούτσα - κούτσα με συνοδεία, κατηφορίζουν κατά τη θάλασσα.
Οι κρατούμενοι του ΕΣΑΙ παραμερίζουν στο διάβα μας. Οι ματιές διασταυρώνονται με φόβο ή μ' αγάπη, ανάλογα.
 Η εξουσία δε μας ξεχνά. Πάντα παρούσα, πότε με την κλοτσιά του αλφαμίτη, πότε με τους ραφινάτους πειρασμούς του κάθε «καλοθελητή». Οι φήμες οργιάζουν. Αλλοτε... εμπιστευτικά! «Θα καθαρίσετε, να είστε έτοιμοι γι' απόψε», κι άλλοτε «... αύριο οπωσδήποτε».
Ενας κατάπιε γυαλιά. Μπρος στους αλφαμίτες κρατιέται. Μόλις φύγουν σπαράζει στους πόνους, κυλιέται χάμω, βάζει πέτρες στο στομάχι να... δροσιστεί! Δυο - τρεις φορές τη μέρα έρχεται ο φοιτητής της ιατρικής, Χατζόπουλος. Ο «γιατρός», όπως τον λένε εδώ. «Παιδέψου ρε πούστη», του λέει. «Κάντηνε να γλιτώσεις. Ούτε νοσοκομείο θα δεις, ούτε και σε σκοτώνουμε. Ετσι λίγο - λίγο, θα σε γλεντήσουμε να ψοφάς». 
Οι μέρες περνάν, η ζωή κυλάει με το άγχος της προσμονής.

«Απ, ένα δύο, τρία. Απ, ένα, δύο, τρία...» φτάνουν απ' έξω τα ρυθμικά παραγγέλματα στους νεοσύλλεκτους. Τα μεγάφωνα μεταδίνουν, όλη μέρα, λόγους, εμβατήρια, τον ύμνο της Μακρονήσου: 

«Μακρονήσι σεμνό, σκαπανέων χωριό. 
Τιμημένος ναός, ανθρωπιάς μεγαλείο...»

Ηρθε καινούργια αποστολή. Φοβερός φτάνει στη σκηνή μας, ο αντίλαλος της «υποδοχής».
 Ξαναζείς την κάθε στιγμή της αγωνίας των άλλων. Μετά, τα φορεία θ' αραδιάσουν απ' έξω το ματωμένο φορτίο τους. Τα παραπέτα του αντίσκηνου σηκωμένα ξεπίτηδες, όσο να βλέπεις.

Τσακισμένα, ακίνητα κορμιά, ανοιγμένα κεφάλια, θρυμματισμένα κόκαλα. Το σούρουπο πέφτει απαλό. Το μεγάφωνο τώρα σκορπάει μια γλυκιά μελωδία. Το βιολί μιλάει για καταστάσεις ήρεμες, ειρηνικές, γεμάτες αγάπη και νοσταλγία.
Και τόσο, μα τόσο μακρινές, τόσο απρόσιτες! Και συ, αφουγκράζεσαι, πετιέσαι σε κάθε θόρυβο. Ετοιμος για την ύστερη, - ποιος ξέρει; - αναμέτρηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου